- σπονδυλοπάθεια
- ηκάθε πάθηση των σπονδύλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπονδυλοπάθεια — η, Ν ιατρ. γενική ονομασία για τις παθήσεις τής σπονδυλικής στήλης … Dictionary of Greek